- καταστρώσει
- κατάστρωσιςspreadingfem nom/voc/acc dual (attic epic)καταστρώσεϊ , κατάστρωσιςspreadingfem dat sg (epic)κατάστρωσιςspreadingfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… … Dictionary of Greek
Ανσάν — I Αρχαίο ελαμιτικό βασίλειο, το οποίο από τον 6o αι. π.Χ. αποτέλεσε κτήση των Αχαιμενιδών. Ο Κύρος, πριν από τις μεγάλες κατακτήσεις του, έφερε τον τίτλο του βασιλιά της Α. II (Anshan).Πόλη (1.275.700 κάτ. το 2002) της Κίνας, στην επαρχία… … Dictionary of Greek
Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek